-
1 ἐρεβ-ώδης
-
2 ἐρεβ-ῶπις
-
3 ἐρεβώδης
ἐρεβ-ώδης, ες,A dark as Erebos,θάλασσα Lyr.Adesp.132
(=Trag.Adesp.377), cf. Apollod.1.1.2, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεβώδης
-
4 ἐρεβῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεβῶπις
-
5 ἐρεβώδης
ἐρεβ-ώδης, ες, erebusartig, dunkel -
6 ἐρεβῶπις
-
7 ερεβωδης
-
8 ἐρεμνός
A murky, black, dark,ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Od.24.106
, cf. h.Merc. 427;ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς Od.11.606
, cf. Sapph.Supp.1.18 ;ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375
;ἐ. αἰγίς 4.167
, Hes.Sc. 444 ;ἕσπερος A.R.4.1289
; ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, of bloodshed, A.Ag. 1390 ;ἐ. αἷμα S.Aj. 376
(lyr.); Ἅιδου μυχοί prob. in E.Heracl. 218: metaph., ἐ. φάτις a dark, obscure rumour, S.Ant. 700 ;ἔρος ἐ. Ibyc.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεμνός
-
9 Ἔρεβος
A , [dialect] Ion.Ἐρέβευς Il.8.368
, Od.11.37, Ἐρέβεσφιν or Ἐρέβευσφιν, Hes.Th. 669, h.Cer. 349,ἐξ Ἐρεβ- Il.9.572
: no dat. or pl. occurs:—Erebos, a place of nether darkness, forming a passage from Earth to Hades, Il.16.327, Od.10.528, al., Hes.Th. 515, etc. ; rare in Prose, Pl.Ax. 371e, Plu.2.953a, 1130d: metaph., ἔ. ὕφαλον the darkness of the deep, S.Ant. 589(lyr.) ; of a riddle,ἀξυνέτοις ἔ. AP7.429
(Alc.). -
10 ἔρεβος
Grammatical information: n.Meaning: `the dark of the underworld' (Il.).Derivatives: ἐρεβεννός, Aeol. \< *ἐρεβεσ-νός prop. `belonging to the ἔρεβος', `dark' (Il., Hes.), more common ἐρεμνός \< *ἐρεβ-νός (cf. Risch 92; s. also on δεινός) `id.' (Il.); ἐρεβώδης `ids.' (late).Etymology: Old word for `darkness etc.', also in Sankrit, Armenian and Germanic: Skt. rájas- n. `dark (lower) air, dust' (diff. Burrow BSOAS 12, 645ff.; Gonda KZ 73, 163f.), Arm. erek, -oy `evening', Goth. riqiz, OWNo. røkkr n. `dark, dusk'; IE *h₁régu̯os- n. - Pok. 857.Page in Frisk: 1,550Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔρεβος
См. также в других словарях:
έρεβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του πρωτογενούς σκότους, γιος του Χάους και αδελφός της Νύκτας. Γέννησε μαζί της τον Αιθέρα (το φως της ημέρας), την Ημέρα και τον Έρωτα και ύστερα κατέβηκε στα βάθη της Γης, όπου βρίσκεται το βασίλειο του Άδη … Dictionary of Greek
καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… … Dictionary of Greek
κοφινώδης — κοφινώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κοφίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ερεβ ώδης, πορ ώδης)] … Dictionary of Greek